πολυξενικός

πολυξενικός
-ή, -ό, Ν
(για παρασιτικό ζώο ή φυτό) αυτός που δεν μπορεί να συμπληρώσει τον βιολογικό του κύκλο παρά μόνον εάν παρασιτίσει αλληλοδιαδόχους σε ξενιστές διαφορετικών ειδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”